- παροδικότητα
- ητο να είναι κανείς ή κάτι παροδικό, πρόσκαιρο, προσωρινό.[ΕΤΥΜΟΛ. < παροδικός. Η λ., στον λόγιο τ. παροδικότης, μαρτυρείται από το 1892 στον Π. Καρολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροδικότητα — η προσωρινότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωρινότητα — η, Ν ή ιδιότητα ή η κατάσταση τού προσωρινού, η παροδικότητα, το πρόσκαιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωρινός. Η λ., στον λόγιο τ. προσωρινότης, μαρτυρείται από το 1832 στο περιοδικό Ἀθηνᾶ] … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek